Logodiatrofis.gr
Συνέντευξη

Ronald L. Prior: Είναι πολύ σημαντική η χρησιμοποίηση της βάσης δεδομένων ORAC στη διατροφή!

Άκρως σημαντική η χρησιμοποίηση της βάσης δεδομένων ORAC στη διατροφή .

 

O Επίκουρος Καθηγητής του Τμήματος Επιστήμης & Τεχνολογίας Τροφίμων στο Πανεπιστήμιο του Αρκάνσας Ronald L / Prior Ph.D. εξηγεί στο logodiatrofis.gr τη σημασία της βάσης δεδομένων ORAC στη διατροφή.

Ιδιαίτερη συζήτηση έχει προκύψει από την πρόσφατη αφαίρεση από τον ιστοχώρο του USDA της βάσης δεδομένων της Αντιοξειδωτικής Ικανότητας των Τροφίμων με βάση την κλίμακα ORAC (1) (http://www.ars.usda.gov/services/docs.htm?docid=15866). Ένας από τους λόγους που χρησιμοποιήθηκαν ως επιχείρημα για την αφαίρεσή της ήταν ότι «οι τιμές ORAC χρησιμοποιούνται συνήθως κατά μη σωστό τρόπο από εταιρίες τροφίμων και συμπληρωμάτων διατροφής, προκειμένου να προάγουν τα προϊόντα τους και να κατευθύνουν τους καταναλωτές σε συγκεκριμένες επιλογές τροφίμων και διαιτητικών συμπληρωμάτων». Δυστυχώς, είναι αλήθεια ότι κάποιες φορές οι αριθμοί που λαμβάνονται από την ανάλυση ORAC έχουν χρησιμοποιηθεί με λανθασμένο τρόπο, αλλά αυτό δε σημαίνει απαραίτητα ότι οι πληροφορίες αυτές δεν είναι χρήσιμες εάν χρησιμοποιούνται κατάλληλα.

Σε πολλές περιπτώσεις ισχυρισμών των εταιριών τροφίμων και συμπληρωμάτων διατροφής, ο στόχος ήταν να ληφθεί η υψηλότερη δυνατή αντιοξειδωτική τιμή. Ωστόσο, στην περίπτωση των αντιοξειδωτικών δεν ισχύει πάντα η έκφραση «όσο περισσότερο, τόσο το καλύτερο» και σε κάποιες καταστάσεις που χρησιμοποιούνται μεμονωμένες αντιοξειδωτικές ενώσεις, το «περισσότερο» μπορεί να είναι ακόμα και επιβλαβές. Ένα πλήθος παρανοήσεων είναι αποτέλεσμα της έλλειψης γνώσης σχετικά με τη χημεία των ελεύθερων ριζών. Τα αποτελέσματα που προκύπτουν από τις διάφορες χημικές αναλύσεις, οι οποίες χρησιμοποιούνται για να προσδιορίσουν οξειδωτικές ή τις πηγές ελευθέρων ριζών δεν μπορούν να παράγουν συγκρίσιμα στοιχεία με ακριβή τρόπο, επειδή οι μηχανισμοί αντίδρασης διαφέρουν. Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί το γεγονός ότι την ίδια ώρα που το USDA αφαιρούσε τη βάση δεδομένων ORAC, μία άλλη προστέθηκε για τα φρούτα στη Νότια Αμερική (2) (3): (http://portalantioxidantes.com/orac-base-de-datos-actividad-antioxidante-y-contenido-de-polifenoles-totales-en-frutas/)
 
Εύλογα, προκύπτει η ερώτηση: Αξίζει να είναι διαθέσιμη μια συνολική βάση δεδομένων της “αντιοξειδωτικής ικανότητας των τροφίμων”; Τα επιστημονικά μας δεδομένα σχετικά με τη γνώση για τη σημασία των αντιοξειδωτικών ενώσεων, καθώς επίσης και η αποδοχή των καταναλωτών έχει αλλάξει θεαματικά από τα μέσα της δεκαετίας του ’90, όταν έκαναν την εμφάνισή τους κάποιες από τις μεθόδους μέτρησης της αντιοξειδωτικής ικανότητας των τροφίμων. Με δεδομένο ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα αναλυτικά εργαλεία για τη μέτρηση όλων των επιμέρους συστατικών σε μια γενικότερη κατηγορία αντιοξειδωτικών ενώσεων, οι γενικότερες  in vitro (σε δοκιμαστικό σωλήνα) μετρήσεις χρησιμοποιήθηκαν για να αξιολογήσουν το αντιοξειδωτικό περιεχόμενο των τροφίμων.

Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 αναπτύχθηκαν διάφορες μέθοδοι για την αξιολόγηση της «αντιοξειδωτικής ικανότητας» ή «αντιοξειδωτικής δραστηριότητας». Πολλές από αυτές τις μεθόδους χρησιμοποίησαν πολύ διαφορετικές πηγές οξείδωσης ή ελεύθερων ριζών. Σε εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή, δεν εκτιμήθηκε πραγματικά πόσο σημαντική ήταν η πηγή προέλευσης της ελεύθερης ρίζας. Στην αρχική μέθοδο ORAC, η περοξυλική ρίζα επιλέχτηκε για την in vitro μέτρηση διότι αντιπροσωπεύει μια από τις σημαντικότερες πηγές παραγωγής στο ανθρώπινο σώμα. Οι περισσότερες από τις άλλες μεθόδους χρησιμοποίησαν πηγές που δεν απαντώνται συχνά στον ανθρώπινο οργανισμό κι έτσι οι πληροφορίες που παρέχονται είναι λιγότερο σχετικές με την ανθρώπινη βιολογία. Από τότε, η βασική μέθοδος ORAC εξελίχθηκε ώστε μπορεί να εκτιμήσει την ικανότητα των συστατικών των τροφίμων να προστατεύουν από τέσσερις άλλες πηγές οξειδωτικής δραστηριότητας (ρίζα υδροξυλίου, ανιόν σουπεροξειδίου, νιτρικό περοξείδιο και μονήρες οξυγόνο). Δεδομένου ότι μάθαμε περισσότερα για την δράση των ελεύθερων ριζών, έγινε σαφές ότι τα διαφορετικά είδη ριζών εξουδετερώνονται από διαφορετικές αντιοξειδωτικές ενώσεις και κατά συνέπεια στις περισσότερες περιπτώσεις υπάρχει μικρός ή και κανένας συσχετισμός μεταξύ των τιμών που έχουν ληφθεί από τις διαφορετικές τεχνικές που χρησιμοποιούνται για να αξιολογήσουν την αντιοξειδωτική ικανότητα των τροφίμων. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ντομάτα, της οποίας η αντιοξειδωτική ικανότητα βρέθηκε πολύ χαμηλή όταν μετρήθηκε με τη χρήση της περοξυλικής ρίζας, αλλά πολύ υψηλότερη όταν χρησιμοποιήθηκε ως πρότυπο αναφοράς το μονήρες οξυγόνο. Το γεγονός αυτό οφείλεται κατά ένα μεγάλο μέρος στην περιεκτικότητα της ντομάτας σε καροτενοειδή και στην ικανότητά αυτών να εξουδετερώνουν το μονήρες οξυγόνο.

Όλες οι μέθοδοι ανάλυσης της αντιοξειδωτικής ικανότητας των τροφίμων είναι in vitro (σε δοκιμαστικό σωλήνα) μέθοδοι, όπως όμως είναι άλλωστε και οι περισσότερες από τις αναλύσεις των άλλων θρεπτικών συστατικών των τροφίμων. Επομένως, διέπονται από τα μειονεκτήματα που χαρακτηρίζουν οποιαδήποτε in vitro μέθοδο. Η μέθοδος ORAC, η οποία χρησιμοποιεί ως πρότυπο αναφοράς την περοξυλική ρίζα, παρέχει ένα μέτρο εκτίμησης της αντιοξειδωτικής ικανότητας κυρίως μιας ομάδας αντιοξειδωτικών ενώσεων που αποκαλούνται ως «φλαβονοειδή». Στο φυτικό βασίλειο υπάρχουν αρκετές χιλιάδες μεμονωμένα φλαβονοειδή. Αν και έχουν βελτιωθεί σημαντικά οι τεχνικές ανάλυσης για την ανίχνευση και την ποσοτικοποίηση κάποιων φλαβονοειδών ενώσεων, ακόμα δεν είναι διαθέσιμοι μέθοδοι ή πρότυπα που θα ποσοτικοποιήσουν όλες αυτές τις ενώσεις. Η μέθοδος ORAC αποτελεί ένα εξαιρετικά χρήσιμο ερευνητικό εργαλείο μέτρησης, προκειμένου να προσδιορίσει και να συγκρίνει τις σχετικές συνολικές ποσότητες αυτών των βιοενεργών ενώσεων, όπως επίσης και κάποιων άλλων ενώσεων «μη φλαβονοειδών», όπως είναι οι βιταμίνες C και Ε. Αυτό σημαίνει ότι όλες αυτές οι ενώσεις παρουσιάζουν αντιοξειδωτικά αποτελέσματα in vivo (στη φύση) ή δρουν μέσω ενός κοινού αντιοξειδωτικού μηχανισμού; Η απάντηση είναι ΟΧΙ! Μήπως σημαίνει ότι όλα αυτά τα συστατικά απορροφώνται αποτελεσματικά από το ανθρώπινο σώμα; Η απάντηση είναι και πάλι ΟΧΙ! Είναι η βιοενεργός ένωση ίδια με εκείνη που βρίσκεται στα τρόφιμα; Ενδεχομένως, αλλά σε πολλές περιπτώσεις, πιθανώς όχι. Οι ακριβείς απαντήσεις σε όλες αυτές τις ερωτήσεις είναι το αντικείμενο της in vivo έρευνας.

Ωστόσο, δηλώσεις του τύπου «δεν υπάρχει κανένα στοιχείο ότι τα ευεργετικά αποτελέσματα των τροφίμων που είναι πλούσια σε πολυφαινόλες μπορούν να αποδοθούν στις αντιοξειδωτικές ιδιότητες αυτών των τροφίμων» (1) δεν είναι σύμφωνες με τις επιστημονικές ενδείξεις. Μία πρόσφατη μελέτη (4) που μόλις δημοσιεύθηκε καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «χρησιμοποιώντας τη βάση δεδομένων ORAC, όπως αυτή τροποποιήθηκε για τις σημαντικότερες παραμέτρους της, βρήκαμε μειωμένο κίνδυνο στο υψηλότερο τεταρτημόριο της συνολικής πρόσληψης φαινολικών ενώσεων έναντι του χαμηλότερου… συμπεραίνοντας ότι αυτή η συνολική κατανάλωση φαινολών μπορεί να μειώνει τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του ενδομήτριου». Μια άλλη πρόσφατη δημοσίευση ανέφερε ότι: Η υιοθέτηση μιας διατροφής Μεσογειακού τύπου (μεσογειακή δίαιτα), η οποία χαρακτηρίζεται από αυξημένη κατανάλωση τροφίμων πλούσιων σε αντιοξειδωτικές ουσίες, μπορεί να αυξήσει τη συνολική διαιτητική πρόσληψη αντιοξειδωτικών και τη συνολική αντιοξειδωτική ικανότητα του πλάσματος (TAC) σε άτομα με κεντρική παχυσαρκία (5). Είναι γεγονός ότι τα τελευταία 3 χρόνια έχουν δημοσιευθεί περισσότερες από 25 ερευνητικές μελέτες που αφορούν στα διαιτητικά αντιοξειδωτικά (πολυφαινόλες) και την in vivo επίδρασή τους στο συνολικό ανθρώπινο αντιοξειδωτικό status ή σε διάφορες ασθένειες. Είναι προφανές, ότι υπάρχει μία αρκετά υπολογίσιμη ποσότητα βιβλιογραφικών στοιχείων σχετικά με τα θετικά οφέλη των πολυφαινολικών ενώσεων και των φλαβονοειδών των τροφίμων, στην υγεία.

Τα παραπάνω αποτελέσματα σίγουρα δεν απορρέουν από ένα και μόνο αντιοξειδωτικό μηχανισμό. Ωστόσο, είναι πλέον παραδεκτό ότι το οξειδωτικό στρες είναι ένας κύριος παράγοντας για τις περισσότερες από τις ασθένειες που σχετίζονται με τη γήρανση, ακόμα κι αν δεν αποτελεί σαφή αιτιολογικό παράγοντα. Για παράδειγμα, το οξειδωτικό στρες και η συστηματική φλεγμονή είναι γνωστό ότι εμπλέκονται στην παθογένεια του ισχαιμικού εγκεφαλικού επεισοδίου και ότι η κατανάλωση μίας διατροφής με  υψηλή συνολική αντιοξειδωτική περιεκτικότητα συσχετίστηκε θετικά με την μείωση της φλεγμονής, όπως επίσης και με την αύξηση των αντιοξειδωτικών συστατικών στην κυκλοφορία (6). Σε μια διασταυρούμενη τυχαία μελέτη παρέμβασης σε 41.620 άντρες και  γυναίκες, μια διατροφή πλούσια σε συνολική αντιοξειδωτική ικανότητα συνδέθηκε με τη μείωση στην πιθανότητα εμφάνισης ισχαιμικού εγκεφαλικού επεισοδίου και, σε έναν μικρότερο βαθμό, με όλους τους τύπους εγκεφαλικών επεισοδίων(6). Σε μια άλλη μελέτη, θετική συσχέτιση παρατηρήθηκε μεταξύ της διαιτητικής πρόσληψης αντιοξειδωτικών ουσιών και της συγκέντρωσης της αντιπονεκτίνης (Ορμόνη που εκκρίνεται από το λιπώδη ιστό με κύρια ιδιότητα να ευαισθητοποιεί τον οργανισμό στη δράση της ινσουλίνης και επομένως διαδραματίζει προστατευτικό ρόλο στις μεταβολικές διαταραχές που σχετίζονται με την παχυσαρκία, το Σακχαρώδη Διαβήτη (ΣΔ) 2 και την υπερλιπιδαιμία), αλλά και μια αρνητική συσχέτιση με διάφορους δείκτες φλεγμονής(7). Με βάση το συμπέρασμα αυτό μπορεί να υποτεθεί ότι υπάρχει ένας μηχανισμός όπου τα πλούσια σε αντιοξειδωτικά τρόφιμα ασκούν ευεργετικά αποτελέσματα ενάντια στην φλεγμονή και τις καρδιαγγειακές παθήσεις, μέσω της δράση της αντιπονεκτίνης(7).

Υπάρχει ένα συνεχόμενα αυξανόμενο ενδιαφέρον για ερωτήσεις σχετικές με τη σχέση της αντιοξειδωτικής πρόσληψης μέσω της διατροφής και τα αποτελέσματά της στο in vivo αντιοξειδωτικό προφίλ και γενικότερα στην ανθρώπινη υγεία. Ο ρόλος των αντιοξειδωτικών κατά την μεταγευματική διαδικασία είναι σημαντικός επειδή αυτή χαρακτηρίζεται από κατάσταση υπέρ-οξείδωσης. Η μεταγευματική υπεροξείδωση, η οποία λαμβάνει χώρα ιδιαίτερα μετά από την κατανάλωση ενός πλούσιου γεύματος σε λίπος και υδατάνθρακες, που διαθέτει προ-οξειδωτικά κι επίσης προ-φλεγμονώδη χαρακτηριστικά, μπορεί να αποτελεί έναν από τους παράγοντες που συμβάλουν στην πρόκληση χρόνιων νοσημάτων. Μείωση στην αντιοξειδωτική ικανότητα του πλάσματος έχει παρατηρηθεί μετά από τη λήψη γεύματος που περιλαμβάνει μόνο μακροθρεπτικά συστατικά και καμία πηγή αντιοξειδωτικών ουσιών(8). Ο ρόλος των φαινολικών ενώσεων που λαμβάνονται μέσα από τα φρούτα και τα λαχανικά, μέσω της λειτουργίας τους να υποβαθμίζουν τους μεταγευματικούς οξειδωτικούς παράγοντες είναι σημαντικός για την προστασία της υγείας και τη μείωση του κίνδυνου προσβολής από διάφορες ασθένειες. Για τα μούρα, τα σταφύλια και τις φράουλες έχει δειχθεί ότι περιορίζουν σημαντικά το μεταγευματικό οξειδωτικό στρες(8). Σαφώς περισσότερη έρευνα απαιτείται σε αυτό το συγκεκριμένο θέμα, ωστόσο τα δεδομένα που προκύπτουν από διάφορες μελέτες(9) προτείνουν ότι με την κατανάλωση φρούτων που είναι πλούσια σε φαινολικές ενώσεις, αυξάνει η αντιοξειδωτική ικανότητα του αίματος. Επίσης, όταν αυτά καταναλώνονται μαζί με γεύματα που είναι πλούσια σε λίπη και υδατάνθρακες που παρουσιάζουν «προ-οξειδωτικές» και «προ-φλεγμονώδεις» ιδιότητες, μπορούν να αντισταθμίσουν τις αρνητικές τους επιδράσεις.

Με βάση τα παραπάνω, προκύπτει το ερώτημα εάν είναι σημαντική η χρησιμοποίηση της βάσης δεδομένων ORAC στη διατροφή; Από τη δική μου πλευρά η απάντηση είναι ΝΑΙ, εάν βέβαια χρησιμοποιείται κατάλληλα. Αλλά τι εννοούμε όταν λέμε «κατάλληλα»; Οι συγκρίσεις των στοιχείων θα πρέπει να γίνονται χρησιμοποιώντας μια σταθμισμένη μέθοδο που βασίζεται στα ίδια πρότυπα και στις ίδιες μονάδες έκφρασης. Επίσης, οι συγκρίσεις μεταξύ των ξηρών, μερικώς ξηρών και φρέσκων τροφίμων, χυμών ή άλλων επεξεργασμένων τροφών των οποίων η αξία τους δεν μπορεί να είναι άμεσα συγκρίσιμη, θα πρέπει να είναι πλήρως διασαφημένες. Ο έλεγχος των μεταβολών στην αντιοξειδωτική ικανότητα με τη χρήση διαφορετικών μεθόδων ανάλυσης ώστε να προσδιοριστούν οι μεμονωμένες αλλαγές κατά τη διάρκεια της επεξεργασίας των τροφίμων, είναι κρίσιμος ώστε να κατανοηθεί ποια είναι τα αποτελέσματα της γενικότερης επεξεργασίας στο τελικό προϊόν. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι η βάση δεδομένων ORAC θα πρέπει να χρησιμοποιείται ως συμπληρωματικό εργαλείο ανάλυσης στην όλη ερευνητική διαδικασία.

Τι πρέπει λοιπόν να γίνει; Χρέος της επιστημονικής έρευνας είναι να συνεχίσει να αναπτύσσει πιο συγκεκριμένους βιολογικούς δείκτες, ώστε να προσδιορίσει τι ακριβώς συμβαίνει σε όλες τις βιοενεργές φλαβονοειδείς ενώσεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας πέψης και απορρόφησης. Βέβαια, η προσδοκία δεν θα είναι ποτέ ότι οποιαδήποτε in vitro μέτρηση ανεξάρτητα από τη φύση της, μπορεί να απεικονίσει πραγματικά όλα που λαμβάνουν χώρα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής.

Συμπερασματικά, χωρίς τη βάση δεδομένων ORAC, δεν θα είχαμε την ευκαιρία να συγκεντρώσουμε όλα τα σημαντικά επιδημιολογικά δεδομένα που διαθέτουμε σήμερα και που συσχετίζουν την πρόσληψη διαιτητικών αντιοξειδωτικών με την πρόληψη ή την αντιμετώπιση διάφορων νοσημάτων. Ωστόσο, συστήνεται σε όλους εκείνους που ασχολούνται με το μάρκετινγκ των εταιριών τροφίμων και συμπληρωμάτων διατροφής να χρησιμοποιούν τα στοιχεία που είναι διαθέσιμα από τη βάση δεδομένων ORAC με έναν απόλυτα υπεύθυνο τρόπο.

Απόδοση κειμένου: Δημήτρης Γρηγοράκης

Συνεργάστηκαν για τη μετάφραση: Μαρία Μπογιατζούγλου, Κωνσταντίνα Παπαγεωργίου

Δείτε εδώ το πρωτότυπο κείμενο

References:
1. USDA Oxygen Radical Absorbance Capacity (ORAC) of Selected Foods, Release
2. http://www.ars.usda.gov/services/docs.htm?docid=15866
2. Speisky, H.; Lopez-Alarcon, C.; Gomez, M.; Fuentes, J.; Sandoval-Acuna, C.,
First Web-Based Database on Total Phenolics and Oxygen Radical Absorbance
Capacity (ORAC) of Fruits Produced and Consumed within the South Andes
Region of South America. Journal of Agriculture and Food Chemistry 2012,
(Accepteed 4/19/2012).
3. INTA ORAC: Database Antioxidant Activity and Total Polyphenol Content in
Fruits (updated Feb 2012). http://portalantioxidantes.com/orac-base-de-datosactividad-
antioxidante-y-contenido-de-polifenoles-totales-en-frutas/
4. Gifkins, D.; Olson, S. H.; Demissie, K.; Lu, S. E.; Kong, A. N.; Bandera, E. V.,
Total and individual antioxidant intake and endometrial cancer risk: results from a
population-based case-control study in New Jersey. Cancer Causes Control 2012,
23, 887-95.
5. Kolomvotsou, A. I.; Rallidis, L. S.; Mountzouris, K. C.; Lekakis, J.; Koutelidakis,
A.; Efstathiou, S.; Nana-Anastasiou, M.; Zampelas, A., Adherence to
Mediterranean diet and close dietetic supervision increase total dietary antioxidant
intake and plasma antioxidant capacity in subjects with abdominal obesity. Eur J
Nutr 2012, Epub date: 2012/01/13.
6. Del Rio, D.; Agnoli, C.; Pellegrini, N.; Krogh, V.; Brighenti, F.; Mazzeo, T.;
Masala, G.; Bendinelli, B.; Berrino, F.; Sieri, S.; Tumino, R.; Rollo, P. C.; Gallo,
V.; Sacerdote, C.; Mattiello, A.; Chiodini, P.; Panico, S., Total antioxidant
capacity of the diet is associated with lower risk of ischemic stroke in a large
Italian cohort. J Nutr 2011, 141, 118-23.
7. Detopoulou, P.; Panagiotakos, D. B.; Chrysohoou, C.; Fragopoulou, E.; Nomikos,
T.; Antonopoulou, S.; Pitsavos, C.; Stefanadis, C., Dietary antioxidant capacity
and concentration of adiponectin in apparently healthy adults: the ATTICA study.
Eur J Clin Nutr 2009, 64, 161-8.
8. Prior, R. L.; Gu, L.; Wu, X.; Jacob, R. A.; Sotoudeh, G.; Kader, A. A.; Cook, R.
A., Plasma antioxidant capacity changes following a meal as a measure of the
ability of a food to alter in vivo antioxidant status. J Am Coll Nutr 2007, 26, 170-
181.
9. Burton-Freeman, B., Postprandial metabolic events and fruit-derived phenolics: a
review of the science. Br J Nutr 2010, S1-14.

Περισσότερες συνεντευξεις…

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ