Logodiatrofis.gr
ΑυτοάνοσαΥγεία

Συστηματικός Ερυθηματώδης Λύκος και Διατροφή

Ο Συστηματικός Ερυθηματώδης Λύκος είναι μία από τις δεκάδες αυτοάνοσες διαταραχές και χρήζει ειδικής διατροφικής φροντίδας.

Εικόνα: Κλινική εικόνα ασθενούς με συστηματικό ερυθηματώδη λύκο. Χαρακτηριστικό ερυθρό εξάνθημα στο πρόσωπο σε σχήμα πεταλούδας.

Στόχος: Πολλαπλά όργανα (δέρμα, αίμα, αρθρώσεις, νεφρά κ.λπ.)

Ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος (ΣΕΛ) είναι χρόνιο, υποτροπιάζον, πολυσυστηματικό αυτοάνοσο νόσημα.

Η νόσος του ΣΕΛ, σύμφωνα με τα κλινικά, ανοσολογικά και αιματολογικά ευρήματα, διακρίνεται στον δισκοειδή (χρόνιο), στον συστηματικό (οξύ) και σε μια ενδιάμεση μορφή, τον υποξύ ερυθηματώδη λύκο.

Είναι δυνατόν να αποβεί θανατηφόρος, αν και με τις πρόσφατες ιατρικές εξελίξεις η θνησιμότητα έχει μειωθεί αρκετά.

Όπως και στις υπόλοιπες αυτοάνοσες παθήσεις, το ανοσοποιητικό σύστημα επιτίθεται στα κύτταρα και στους ιστούς προκαλώντας φλεγμονή και ιστολογική βλάβη.

Οι ασθενείς συνήθως παραπονιούνται για έντονη καταβολή και αρθραλγίες, ενώ εμφανίζουν και εξανθήματα.

Ο ΣΕΛ μπορεί να επηρεάσει οποιοδήποτε μέρος του σώματος, αλλά πιο συχνά προκαλεί βλάβες στο δέρμα, στις αρθρώσεις, στους πνεύμονες, στην καρδιά, στις φλέβες, στο ήπαρ, στα νεφρά και στο νευρικό σύστημα. Η πορεία της πάθησης είναι απρόβλεπτη.

Αιτιολογία του συστηματικού ερυθηματώδους λύκου

Η αιτία της νόσου παραμένει άγνωστη.

Γενικά θεωρείται ότι περισσότεροι από ένας παράγοντες δρουν συνδυαστικά και προκαλείται η νόσος.

Οι παράγοντες διακρίνονται σε ανοσολογικούς, ενδοκρινικούς, ιογενείς, μικροβιακούς και γενετικούς.

Τα φάρμακα, επίσης, είναι δυνατόν να προκαλέσουν το σύνδρομο.

Η νόσος πιστεύεται ότι μπορεί να είναι κληρονομική, καθώς είναι πιθανό να νοσούν από αυτήν αρκετά μέλη μιας οικογένειας, ή ακόμα και ότι προκαλείται από κάποιον ιό που προσβάλλει τα άτομα που φέρουν προδιάθεση για την εμφάνιση της νόσου.

Εκλυτικοί παράγοντες που είναι δυνατόν να προκαλέσουν έναρξη, επιδείνωση ή υποτροπή της νόσου θεωρούνται η υπέρμετρη ηλιακή ακτινοβολία, η θερμότητα, το ψύχος και τα ψυχικά τραύματα.

Επιδημιολογικά δεδομένα

Ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος προσβάλλει 1 στα 2.000 άτομα στην Αμερική, και μάλιστα 1 στις 250 νεαρές γυναίκες αφρικανικής καταγωγής (Gilkeson et al. 2011). Στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα ευρήματα του Ελληνικού Ιδρύματος Ρευματολογίας, εντοπίζεται στο 0,5‰ των ενηλίκων.

Η νόσος είναι συχνότερη στις γυναίκες, με αναλογία περίπου 9:1.

Ο λύκος μπορεί να παρουσιαστεί σε οποιαδήποτε ηλικία. Ωστόσο πλήττει κυρίως γυναίκες ηλικίας 20-45 ετών, ενώ η αναλογία ανάμεσα στα παιδιά και τους ηλικιωμένους είναι περίπου 3:1.

Αντιμετώπιση του συστηματικού ερυθηματώδους λύκου

Για τη νόσο του συστηματικού ερυθηματώδους λύκου, απλώς χορηγείται αγωγή η οποία αποσκοπεί στην πρόληψη των επιπλοκών και στην υποχώρηση των συμπτωμάτων.

Τα φάρμακα που χορηγούνται μπορεί να είναι τα ακόλουθα: μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα, τα οποία χρησιμοποιούνται για να ελέγξουν τον πόνο της αρθρίτιδας, και ανοσοκατασταλτικά φάρμακα, τα οποία λαμβάνονται σχεδόν πάντα μαζί με κορτικοστεροειδή (κορτιζόνη) για τη μείωση της φλεγμονής και την καταστολή της δραστηριότητας του ανοσιακού συστήματος.

Διατροφική αντιμετώπιση

Για τη νόσο του ΣΕΛ απαιτείται μια ισορροπημένη διατροφή, η οποία θα περιλαμβάνει μια επαρκή αναλογία από υδατάνθρακες, λίπη και πρωτεΐνες.

Το ισορροπημένο διαιτολόγιο αποτελεί σημαντικό μέρος του θεραπευτικού προγράμματος.

Η ειδική διατροφή είναι απαραίτητη στην περίπτωση ύπαρξης προβλημάτων που δημιουργούνται ως συμπτώματα του λύκου, όπως βλάβη των νεφρών.

Δίαιτα χαμηλή σε αλάτι (νάτριο) θα βοηθήσει στη μείωση του οιδήματος. Όταν τα νεφρά δεν λειτουργούν φυσιολογικά, ίσως είναι αναγκαίο να περιοριστεί η ποσότητα των πρωτεϊνών στη διατροφή.

Στην περίπτωση που παρουσιάζεται μειωμένη όρεξη, η οποία μπορεί να συνεπάγεται περιορισμένη κατανάλωση τροφής, με συνέπεια τον κίνδυνο ανεπάρκειας θρεπτικών συστατικών, είναι απαραίτητη η καθημερινή λήψη ενός πολυβιταμινούχου συμπληρώματος.

Η φυσική άσκηση βοηθά ώστε ο ασθενής να αντιμετωπίσει το αίσθημα εξασθένησης και την απώλεια μυϊκής μάζας, που συνήθως επέρχονται μετά τις εξάρσεις της νόσου.

Ορισμένες έρευνες τονίζουν ότι η δίαιτα που είναι πλούσια σε λάδι ψαριού (ιχθυέλαιο) μπορεί να επιφέρει ευεργετικά αποτελέσματα στην πορεία του λύκου, εμποδίζοντας τη φλεγμονή να αναπτυχθεί.

Οι κλινικές μελέτες της δίαιτας με άφθονο ιχθυέλαιο σε άτομα με λύκο βρίσκονται στα πρώτα στάδια.




Συστηματικός ερυθηματώδης λύκος και έλλειψη βιταμίνης D

Η ανεπάρκεια σε βιταμίνη D τονίζεται από διάφορες βιβλιογραφικές αναφορές ως ένας σημαντικός προδιαθεσικός παράγοντας για την εμφάνιση συστηματικού ερυθηματώδους λύκου (Kamen et al. 2006, Heine et al. 2010).

Ο Bonakdar και οι συνεργάτες του έδειξαν ότι οι περισσότεροι ασθενείς με συστηματικό ερυθηματώδη λύκο παρουσίαζαν έλλειψη βιταμίνης D τη στιγμή της διάγνωσής τους και ότι αυτή η έλλειψη σχετίζεται με την επιδείνωση της νόσου.

Για τον λόγο αυτόν η εξέταση των επιπέδων της βιταμίνης D [25(OH)D] στο αίμα θα πρέπει να αποτελεί μια εργαστηριακή εξέταση ρουτίνας, ώστε να εφαρμόζεται η κατάλληλη θεραπεία. Οι συγγραφείς τονίζουν ότι, εκτός από τα ειδικά φάρμακα για την αντιμετώπιση της νόσου, οι ασθενείς θα πρέπει να λαμβάνουν συμπληρωματικά και βιταμίνη D3 (Bonakdar el al. 2011).

Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουν και άλλες δύο μελέτες, οι οποίες επίσης διαπιστώνουν υψηλό επιπολασμό ανεπάρκειας βιταμίνης D μεταξύ των ασθενών με ερυθηματώδη λύκο (Tracey et al. 2009, Yasser et al. 2011).

Οι αιτίες ανεπάρκειας βιταμίνης D στους ασθενείς, σύμφωνα με τις επικρατέστερες απόψεις, είναι η μειωμένη σύνθεσή της στο δέρμα, η μειωμένη απορρόφησή της εξαιτίας υπέρμετρης χρήσης αντηλιακών, που αυξάνει τη φωτοευαισθησία, η γήρανση και η χειμερινή περίοδος του έτους

Άλλες αιτίες που σχετίζονται με την ανεπάρκεια βιταμίνης D είναι η νεφρική ανεπάρκεια και η χρήση στεροειδών, τα οποία τροποποιούν τον μεταβολισμό της βιταμίνης D.

Οι παραπάνω μελέτες σημειώνουν ότι η έλλειψη βιταμίνης D μπορεί να αποτελεί υψηλό παράγοντα κινδύνου (και) στον συστηματικό ερυθηματώδη λύκο και ότι πρέπει να αποτελεί ένα σημαντικό μέρος της θεραπευτικής παρέμβασης.

Η μελέτη των Yasser και συν. (2011) έδειξε ότι γυναίκες με ερυθηματώδη λύκο έχουν χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D, τα οποία όπως φάνηκε να συσχετίζονται με αυξημένη δραστηριότητα της νόσου και ταυτόχρονα παρουσιάζουν αυξημένες πιθανότητες για καρδιαγγειακά νοσήματα.

Στα παιδιά, η έλλειψη βιταμίνης D συσχετίζεται με μεγαλύτερο δείκτη μάζας σώματος και έντονη δραστηριότητα της νόσου (Tracey et al. 2009).

Παραπομπές

  • Bonakdar, Z.S., Jahanshahifar, L., Jahanshahifa, F. & Gholamrezaei, A. (2011). “Vitamin D deficiency and its association with disease activity in new cases of systemic lupus erythematosus”. Lupus  16.
  • Borges, M.C., Santos, F. de M., Telles, R.W., Correia, M.I. &  Lanna, C.C. (2014). “Polyunsaturated omega-3 fatty acids and systemic lupus erythematosus: what do we know?”. Rev Bras Reumatol 54 (6): 459-466.
  • Cohen, M.J., Theodor, Ι., Bekerman, A.P., Nahmias, A., Rubinov, A. & Ben-Yehuda, A. (2012). “Severe malnutrition due to systemic lupus erythematosus associated protein losing enteropathy”. Nutrition 28 (2): 220-223.
  • Ezzat, Y., Sayed, S., Gaber, W., Mohey, A.M. & Kassem, T.W. (2011). “25-Hydroxy vitamin D levels and its relation to disease activity and cardiovascular risk factors in women with systemic lupus erythematosus”. Rheumatol Int 33 (4): 195-201.
  • Gilkeson, G., James, J., Kamen, D., Knackstedt, T., Maggi, D., Meyer, A. & Ruth, N. (2011). “The United States to Africa lupus prevalence gradient revisited”. Lupus  20 (10): 1095-103.
  • Heine, G., Lahl, A., Müller, C. & Worm, M. (2010). “Vitamin D deficiency in patients with cutaneous lupus erythematosus is prevalent throughout the year”. Br J Dermatol 163 (4): 863-865.
  • Kamen, D.L., Cooper, G.S., Bouali, H., Shaftman, S.R., Hollis, B.W. & Gilkeson, G.S. (2006). “Vitamin D deficiency in systemic lupus erythematosus”. Autoimmun Rev 5 (2): 114-117.
  • Wright, T.B., Shults, J., Leonard, M.B., Zemel, B.S. & Burnham, J.M. (2009). “Hypovitaminosis D is associated with greater body mass index and disease activity in pediatric systemic lupus erythematosus”. J Pediatr 155 (2): 260-265.

.

Αυτοάνοσα, Ανοσοποιητικό και Διατροφή -  2η Έκδοση (Εκδόσεις ΜΙΝΩΑΣ) | Δρ. Δημήτρης Γρηγοράκης.

 
 
 
 
 

Η 1η έκδοση του βιβλίου best seller «Αυτοάνοσα, Ανοσοποιητικό & Διατροφή» άλλαξε το τοπίο της αντιμετώπισης των αυτοάνοσων και απέσπασε εξαιρετικές κριτικές. Αποσπάσματα κυκλοφόρησαν σε 8 ισάριθμα έντυπα γνωστής πανελλαδικής εφημερίδας (ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ).

Η 2η έκδοση του βιβλίου του Δρος Δ. Γρηγοράκη είναι γεγονός ! ΑΠΟΚΤΗΣΤΕ ΤΟ στο eshop.logodiatrofis.gr

Τα αυτοάνοσα νοσήματα βρίσκονται σε έξαρση τα τελευταία χρόνια τόσο παγκοσμίως, όσο και στην Ελλάδα.

Αυξανόμενες επιστημονικές πληροφορίες τονίζουν τη διατροφοεξαρτώμενη φύση των αυτοάνοσων και τη σημασία των διατροφικών συστατικών στην αποκατάσταση της βλάβης του ανοσοποιητικού.

Στην ανανεωμένη του εκτενή μελέτη 450 σελίδων, ο γνωστός κλινικός διαιτολόγος-διατροφολόγος Δρ. Δημήτρης Γρηγοράκης παρουσιάζει την περιεκτική διατροφική παρέμβαση στα αυτοάνοσα νοσήματα.

Τα αυτοάνοσα νοσήματα σε αριθμούς:

  • Περισσότερες από 100 συχνές και σπάνιες παθήσεις, οι οποίες  εμφανίζουν ως κοινό σημείο προσβολής το ανοσοποιητικό (AARDA 2019)
  • Άλλες επιπλέον 40 σπάνιες νόσοι με πιθανόν αυτοάνοση υποδομή (AARDA 2019)
  • Υπολογίζεται σήμερα ότι 1 στους 10 ενήλικες Έλληνες εμφανίζει κάποια αυτοάνοση διαταραχή (Θυρεοειδίτιδες, σκλήρυνση κατά πλάκας, ρευματοειδής αρθρίτιδα, ψωρίαση, νόσος Crohn, έκζεμα, λεύκη, κοιλιοκάκη κλπ.), δηλαδή περισσότεροι από 900.000 Έλληνες
  • Αναφέρεται ότι 8 στα 10 άτομα που προσβάλλονται είναι γυναίκες
  • Αποτελούν την 3η κύρια αιτία θανάτου ως οικογένεια νοσημάτων
  • Ευρύτεροι περιβαλλοντικοί και διατροφικοί παράγοντες εμπλέκονται κατά 2/3 στην αιτιοπαθογένεια μίας αυτοάνοσης διαταραχής (Ermann & Fathman 2011)
  • Η φαρμακευτική αντιμετώπιση σε τουλάχιστον 50% των περιπτώσεων είναι καθαρά συμπωματική (αφορά το σύμπτωμα και όχι το αίτιο)
  • Τα αυτοάνοσα βρίσκονται σε πλήρη έξαρση τα τελευταία χρόνια, προσβάλλοντας ακόμα και νεαρές ηλικίες (περίπου 20% των νέων διαγνώσεων).

Το βιβλίο «Αυτοάνοσα, Ανοσοποιητικό & Διατροφή», αναλύει την έννοια της «ανοσοπροστατευτικής» διατροφής και το πως ορισμένες θρεπτικές ουσίες μπορούν να συμβάλουν, ίσως και καλύτερα από τη φαρμακευτική αγωγή, στην αντιμετώπιση των αυτοάνοσων.

Στο πρώτο του μέρος περιγράφονται οι βασικές αρχές της διατροφικής προστασίας του ανοσοποιητικού και συστήνονται στρατηγικές αντιμετώπισης του εμπλεκόμενου καταστροφικού τρίπτυχου: ΑΠΟΡΡΥΘΜΙΣΜΕΝΟ ΑΝΟΣΟΠΟΙΗΤΙΚΟ – ΟΞΕΙΔΩΤΙΚΟ ΣΤΡΕΣ – ΦΛΕΓΜΟΝΗ. Επίσης, απαντώνται ερωτήματα σχετικά με τις αλήθειες και τους μύθους που διέπουν τη διαχείρισή τους, τις αναγκαίες εξετάσεις, τα συμπληρώματα διατροφής κ.α.

Το δεύτερο μέρος του βιβλίου ασχολείται αναλυτικά με τη διατροφική φροντίδα των 23 περισσότερο διαδεδομένων αυτοάνοσων νοσημάτων:

  1. Σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1
  2. Σακχαρώδης διαβήτης LADA
  3. Νόσος Crohn
  4. Ελκώδης κολίτιδα
  5. Κοιλιοκάκη
  6. Ρευματοειδής αρθρίτιδα
  7. Αυτοάνοση αιμολυτική αναιμία
  8. Αυτοάνοση ατροφική γαστρίτιδα
  9. Θυρεοειδίτιδα Hashimoto
  10. Νόσος Graves
  11. Ινομυαλγία
  12. Λεύκη
  13. Μυασθένεια Gravis
  14. Ρευματική πολυαλγία
  15. Σκληρόδερμα
  16. Σύνδρομο Sjögren
  17. Συστηματικός ερυθηματώδης λύκος
  18. Ψωρίαση
  19. Γυροειδής αλλωπεκία (Alopecia areata)
  20. Σκλήρυνση κατά πλάκας
  21. Έκζεμα ή ατοπική δερματίτιδα
  22. Αλλεργικό άσθμα
  23. Αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα

Επιπλέον αναφέρονται συνοπτικές διατροφικές οδηγίες για την διαχείριση ετέρων 20 πιο σπάνιων αυτοάνοσων παθήσεων, για τις οποίες οι έως σήμερα διαθέσιμες πληροφορίες είναι περιορισμένες. Σε αυτές περιλαμβάνονται: αμυοτροφική πλάγια σκλήρυνση (ALS), αντιφωσφολιπιδικό σύνδρομο, αυτοάνοση δερματίτιδα, αυτοάνοση νευροπάθεια, αυτοάνοση ηπατίτιδα, αυτοάνοση θρομβοκυτταροπενία, αυτοάνοση νόσος των επινεφριδίων, αυτοάνοση ωοθηκίτιδα και ορχίτιδα, δερματοπολυμυοσίτιδα, ερπητοειδής δερματίτιδα, θρομβωτική θρομβοπενική πορφύρα (TTP), κοκκιωματώδης αγγειίτιδα Wegener, κροταφική αρτηρίτιδα, μυϊκή δυστροφία, μυοσίτιδα, νόσος του Behçet, πρωτοπαθής χολική κίρρωση, αυτοάνοση μυοκαρδιοπάθεια και το σύνδρομο Guillain-Barré.

Ο έγκριτος κλινικός διαιτολόγος-διατροφολόγος Δρ. Δημήτρης Γρηγοράκης παρουσιάζει ένα μοναδικό σύγγραμμα για τα ελληνικά δεδομένα, προσφέροντας στους ενδιαφερόμενους: άτομα που επιθυμούν να προστατεύσουν το ανοσοποιητικό τους, ασθενείς με αυτοάνοσα, ευαισθητοποιημένους επιστήμονες υγείας όπως διατροφολόγους, ανοσολόγους, αλλά και σε όλες τις ειδικότητες που εμπλέκονται στη θεραπευτική προσέγγιση των αυτοάνοσων, έναν απόλυτο οδηγό πρόληψης και αντιμετώπισης των αυτοάνοσων διαταραχών.

Το βιβλίο προλογίζει ο καθηγητής Χαροκοπείου Πανεπιστημίου κ. Λάμπρος Συντώσης.

ΑΠΟΚΤΗΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ στο eshop.logodiatrofis.gr

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ