Logodiatrofis.gr
Παιδι

Σακχαρώδης διαβήτης στην παιδική ηλικία

Ο σακχαρώδης διαβήτης χαρακτηρίζεται από αυξημένα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα.

 

Στο παρόν άρθρο θα πραγματευτούμε κάποια στοιχεία που αφορούν το σακχαρώδη διαβήτη στα παιδιά.

Η γλυκόζη αποτελεί το κύριο ενεργειακό καύσιμο του σώματος, στη μορφή της οποίας μετατρέπονται μέσω της πέψης όλοι οι προσλαμβανόμενοι από την τροφή υδατάνθρακες.

Αφού μεταφερθεί στο αίμα, για να μπορέσει η γλυκόζη να εισέλθει στα κύτταρα και να αξιοποιηθεί για την παραγωγή ενέργειας, είναι απαραίτητη μια ορμόνη, η ινσουλίνη, η οποία φυσιολογικά εκκρίνεται από το πάγκρεας μετά την κατανάλωση ενός γεύματος.

Ο σακχαρώδης διαβήτης διακρίνεται σε δύο βασικούς τύπους: Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1 προκύπτει όταν το πάγκρεας δεν παράγει καθόλου ινσουλίνη, ενώ ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 προκύπτει όταν η παραγόμενη ινσουλίνη δε δρα αποτελεσματικά. Και στις δύο περιπτώσεις η γλυκόζη που προσλαμβάνεται μέσω της τροφής δεν μπορεί να εισέλθει στα κύτταρα του οργανισμού και κατά συνέπεια, παρατηρούνται υψηλά επίπεδα γλυκόζης στο αίμα.

Παρότι η αιτιολογία του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 δεν είναι πλήρως γνωστή, θεωρείται σε μεγάλο βαθμό ένα αυτοάνοσο νόσημα, δηλαδή ότι οφείλεται στην καταστροφή συγκεκριμένων κυττάρων του παγκρέατος από το ίδιο το ανοσοποιητικό σύστημα του παιδιού.

Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 εμφανίζεται κατά κύριο λόγο σε παχύσαρκα παιδιά, τα οποία σε ποσοστό 80% έχουν συνήθως έναν γονέα με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2.

Ο αριθμός των παιδιών ηλικίας 0-14 ετών που νοσούν από σακχαρώδη διαβήτη ανέρχεται παγκοσμίως περίπου σε 440.000 και κάθε χρόνο διαγιγνώσκονται κατά προσέγγιση 70.000 νέες περιπτώσεις.

Μέχρι πρόσφατα, ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1 θεωρούνταν ο μόνος τύπος διαβήτη που εμφανίζεται στα παιδιά, καθώς μόνο το 1-2% αυτών εμφάνιζε σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2.

Εντούτοις, τις τελευταίες δύο δεκαετίες φαίνεται ότι ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2, παρόλο που θεωρούνταν ασθένεια που εμφανίζεται σε άτομα άνω των 40 ετών, διαγιγνώσκεται πια και στα παιδιά, και μάλιστα με όλο και μεγαλύτερη συχνότητα.

Πρόσφατα στοιχεία δείχνουν ότι το ποσοστό των παιδιών που εμφανίζουν σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 στις μέρες μας ανέρχεται στο 8-45% αυτών.

Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1 διαγιγνώσκεται στα παιδιά σε ηλικία περίπου από 6 μηνών μέχρι και 20 ετών, δηλαδή μέχρι και κατά τα πρώτα στάδια της ενήλικης ζωής, ενώ τα παιδιά με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 διαγιγνώσκονται συνήθως σε ηλικία άνω των 10 ετών, όταν βρίσκονται στη μέση ή στην όψιμη εφηβεία.

Μάλιστα, όσο αυξάνεται η συχνότητα του υπέρβαρου και της παχυσαρκίας στα παιδιά, ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 αναμένεται να εμφανίζεται σε όλο και μικρότερη ηλικία, ακόμα και πριν την εφηβεία.

Στα κλασσικά συμπτώματα του σακχαρώδη διαβήτη στα παιδιά περιλαμβάνονται η αυξημένη όρεξη, η αυξημένη δίψα, η συχνή και μεγάλη σε ποσότητα ούρηση, καθώς και η αναστολή της σωματικής τους ανάπτυξης (στους ενήλικες παρατηρείται αντιστοίχως απώλεια βάρους), λόγω αδυναμίας αξιοποίησης της γλυκόζης.

Ωστόσο,στην περίπτωση του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 τα συμπτώματα είναι πιο έντονα και σοβαράκαι εμφανίζονται συνήθως απότομα. Αντιθέτως, ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 εξελίσσεται συνήθως πιο αργά και μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και να μην έχει εμφανή συμπτώματα.

Η ύπαρξη των παραπάνω συμπτωμάτων, σε συνδυασμό με τα επίπεδα της γλυκόζης αίματος, συνιστούν τα κύρια κριτήρια για τη διάγνωση της νόσου τόσο στους ενήλικες, όσο και στα παιδιά, σύμφωνα με την Αμερικανική Διαβητολογική Εταιρεία (Πίνακας 1).

Πίνακας 1. Διαγνωστικά κριτήρια σακχαρώδη διαβήτη.

Συμπτωματολογία διαβήτη (πολυφαγία, πολυδιψία, πολυουρία και αναστολή της ανάπτυξης), σε συνδυασμό με τυχαία εύρεση γλυκόζης αίματος πάνω από 200 mg/dl.

ή Γλυκόζη αίματος νηστείας πάνω από 126 mg/dl.

ή Γλυκόζη αίματος 2 ώρες μετά τη χορήγηση 75 γραμμαρίων γλυκόζης σε μορφή διαλύματος πάνω από 200 mg/dl, στο πλαίσιο της δοκιμασίας ανοχής στη γλυκόζη.

Για την ανίχνευση του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 θα πρέπει να υποβάλλονται, κάθε 3 έτη, σε έλεγχο των επιπέδων γλυκόζης τα υπέρβαρα και παχύσαρκα παιδιά ηλικίας 10 ετών και άνω, τα οποία έχουν επιπλέον δύο από τους ακόλουθους παράγοντες κινδύνου: οικογενειακό ιστορικό σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, καταστάσεις που σχετίζονται με την αντίσταση στην ινσουλίνη, όπως υπέρταση και δυσλιπιδαιμία, ιστορικό σακχαρώδη διαβήτη της μητέρας ή εμφάνιση σακχαρώδη διαβήτη στη μητέρα κατά τη διάρκεια της κύησης.

Ο σακχαρώδης διαβήτης επιφέρει ποικίλες επιπλοκές, τόσο οξείες, όπως η υπογλυκαιμία, όσο και χρόνιες, οι οποίες σχετίζονται με δυσλειτουργία και ανεπάρκεια διαφόρων οργάνων και ιδιαιτέρως της καρδιάς και των αγγείων, των οφθαλμών, των νεφρών και των νεύρων.

Γι’ αυτό, είναι σημαντικό η νόσος να αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά, παρότι κάποιες από τις επιπλοκές αυτές μπορεί να μην εμφανισθούν στην παιδική ηλικία, αλλά αργότερα στην ενήλικη ζωή.

Το πρώτο βήμα είναι βεβαίως να οριστεί κατά τη διάγνωση ο τύπος του σακχαρώδη διαβήτη, διότι διαφέρει τόσο η θεραπεία, όσο και η εκπαίδευση του παιδιού και της οικογένειάς του.

Η διαχείριση του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 βασίζεται στην εξωγενή χορήγηση ινσουλίνης, ενώ παράλληλα απαιτείται ένα ισορροπημένο και προσεκτικά σχεδιασμένο διατροφικό πλάνο, το οποίο εξαρτάται αποκλειστικά από το σχήμα της ινσουλίνης που χορηγείται στο παιδί και ως εκ τούτου μπορεί να είναι είτε πιο δομημένο, είτε πιο «ελεύθερο».

Πάντως, εφόσον επιτυγχάνεται καλός γλυκαιμικός έλεγχος, δεν υπάρχουν ουσιαστικά απαγορευμένα τρόφιμα για ένα παιδί με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1.

Αντιθέτως, η διαχείριση του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 περιλαμβάνει αλλαγές στον τρόπο ζωής του παιδιού, με σκοπό την αύξηση της ευαισθησίας στη δράση της ινσουλίνης.

Συγκεκριμένα, συστήνεται η υιοθέτηση μιας υγιεινής δίαιτας, ουσιαστικά όχι διαφορετικής από αυτή που γενικά συστήνεται να καταναλώνεται από τα παιδιά, καθώς και η υιοθέτηση σωματικής δραστηριότητας για τουλάχιστον 60 λεπτά την ημέρα, με παράλληλο περιορισμό των καθιστικών δραστηριοτήτων το πολύ σε 2 ώρες την ημέρα.

Στην περίπτωση που δεν επιτυγχάνονται τα επιθυμητά επίπεδα γλυκόζης στο αίμα, μπορεί να χρειαστεί επικουρικά η λήψη φαρμακευτικής αγωγής.

Πάντως, σε κάθε περίπτωση για τη διαχείριση της νόσου αυτής πολύ σημαντική είναι η πιστή εφαρμογή, από την πλευρά του παιδιού, των εξατομικευμένων οδηγιών, που θα του δοθούν αναφορικά με τη δίαιτα και τη σωματική δραστηριότητα, καθώς και η συνεργασία μεταξύ της οικογένειας και του σχολείου του παιδιού.

Προγραμμα ΕΥΖΗΝ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ