Logodiatrofis.gr
Έρευνα

Διαιτητικό λίπος και Μεταβολική Υγεία

Η κατανάλωση πρωινού υψηλής περιεκτικότητας σε διαιτητικό λίπος μπορεί να αυξήσει την οξείδωση του σωματικού λίπους, σε ηλικιωμένους ενήλικες.

Η ικανότητα οξειδώσεως του διαιτητικού λίπους ως καυσίμου είναι κρίσιμη τόσο για τη διατήρηση της μεταβολικής υγείας όσο και την πρόληψη χρόνιων ασθενειών.

Οι διατροφικοί παράγοντες, τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά, είναι πιθανό να συμβάλλουν στην ικανότητα να διατηρείται αποτελεσματική οξείδωση του σωματικού λίπους.

Παρόλο που η ποσοτικοποίηση των γευμάτων έχει λάβει μεγάλη προσοχή λόγω της σύνδεσής της με την παχυσαρκία, επιπρόσθετοι διαιτητικοί παράγοντες όπως το ωράριο των γευμάτων και η μακροθρεπτική σύνθεση των προσλαμβανόμενων τροφίμων συγκεντρώνουν μεγαλύτερη προσοχή ως σημαντικοί παράγοντες που συμβάλλουν στη μεταβολική υγεία.

Μια μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό The Journal of Nutrition αναφέρει ότι η κατανάλωση πρωινού υψηλής περιεκτικότητας σε λίπος και χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο εμφάνισης μεταβολικής νόσου.

Σκοπός της μελέτης ήταν να προσδιοριστεί και να συγκριθεί η επίδραση της κατανάλωσης πρωινού υψηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά και πρωινού υψηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες για τέσσερις εβδομάδες στο ημερήσιο προφίλ της χρήσης του καυσίμου όπως προσδιορίζεται από το αναπνευστικό πηλίκο (RQ) και να εξεταστούν οι συσχετισμοί μεταξύ RQ και μεταβολικών δεικτών.

Η μελέτη διεξήχθη με 29 υγιείς άνδρες και γυναίκες (ηλικίας 55-75) με Δείκτη Μάζας Σώματος 25-35 kg / m2.

Οι συμμετέχοντες κατανεμήθηκαν με τυχαία επιλογή για να λάβουν είτε πρωινό υψηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά (FB, 35% υδατάνθρακες, 20% πρωτεΐνη, 45% λίπος) ή πρωινό υψηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες (CB, 60% υδατάνθρακες, 20% πρωτεΐνη, 20% λίπος) για τέσσερις εβδομάδες ενώ κατανάλωναν ένα “ουδέτερο” μεσημεριανό και βραδινό γεύμα. 

Οι ερευνητές μέτρησαν 24ωρα και μεταγευματικά αναπνευστικά πηκτικά (RQs) με έμμεση θερμιδομετρία ολόκληρου του δωματίου. Επιπλέον, έκαναν μέτρηση της ινσουλίνης και της γλυκόζης, συμπεριλαμβανομένης της ευαισθησίας στην ινσουλίνη, με δοκιμασία ανοχής -μεσω της στοματικης κοιλότητας -στη γλυκόζη.

Οι μετρήσεις λήφθηκαν κατά την έναρξη και το τέλος της παρέμβασης των τεσσάρων εβδομάδων.

Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι συμμετέχοντες που κατανάλωναν πρωινό υψηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά εμφάνισαν σημαντικά χαμηλότερη οξειδωτική περιεκτικότητα σε λιπαρά (RQ) κατά τη διάρκεια ενός 24ώρου και όχι μόνο μετά την κατανάλωση πρωινού γεύματος αλλα και μετά τα κυρίως γεύματα που ακολουθούσαν σε σύγκριση με τους συμμετέχοντες που κατανάλωναν πρωινό πλούσιο σε υδατάνθρακες και φτωχότερο σε λίπος. 

Κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ‘δεδομένης της ευνοϊκής συσχέτισης μεταξύ της οξείδωσης του λίπους και της μεταβολικής υγείας, είναι πιθανό η τακτική κατανάλωση ενός πρωινού υψηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά και παράλληλα χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες να είναι ευεργετική για τη μείωση του κινδύνου εμφάνισης χρόνιων ασθενειών. Αυτό μπορεί να είναι ιδιαίτερα σημαντικό σε ηλικιωμένους ενήλικες οι οποίοι, ως πληθυσμιακή ομάδα, διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 2, καρδιαγγειακών νοσημάτων και άλλων χρόνιων παθήσεων’.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ