Logodiatrofis.gr
Τα νεα της Διατροφης

Το ΛΟΓΩ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ προτείνει: Δεκατρια και μισό – Παναγιώτης Χ. Βούρος

Η ζωή είναι οι ψυχές που έχασες και δεν ξέρεις πως να υπάρχεις όταν λείπουν. Η ζωή είναι ό,τι χάσαμε κι όχι ό,τι προφτάσαμε. Είμαι εκεί τώρα. Στα χοντρά εξυπηρετικά χαλίκια της παραλίας του Filoxenia αναπαύονται οι λαστιχένιες σαγιονάρες μου και τούτο το περιεχόμενο σ’ ένα πρόχειρο χαρτί. Κάτω απ’την άμμο των πρώτων θαλάσσιων δρασκελιών αναδύονται λασποβουρκωμένα τα όνειρα κι οι άνθρωποί μου. Λίγα. Λίγοι. Ούτε ένα χέρι στο μέτρημα.

Περιληπτικά για το βιβλίο:

Το σύνολο σχεδόν των διηγημάτων εξελίσσεται σε εξωστρεφή διαστήματα και η κεντρική γραμμή του βιβλίου είναι ο αποχαιρετισμός.

Οι πρωταγωνιστές αποχαιρετούν πατρίδες, ανθρώπους, καταστάσεις, συναισθήματα, πιθανότητες, επιθυμίες, παρελθόν κλπ.

Αυτή είναι, συμπτωματικά πάντως, η σχέση του βιβλίου με την καραντίνα, μετά την επιβολή της οποίας έπρεπε και πρέπει να προσαρμοστούμε σε μια εντελώς νέα κατάσταση.

Αποχαιρετήσαμε δηλαδή, ποιος ξέρει για πόσο, πολλά από τα μέχρι τότε δεδομένα.

Ο δικηγόρος – συγγραφέας Παν. Βούρος στην “eleftheriaonline.gr”: “Ο εγκλωβισμός στην προχειρότητα είναι το μεγαλύτερο βάσανο”

Δριμύτερος επανήλθε στα συγγραφικά δρώμενα ο Μεσσήνιος Παναγιώτης Βούρος με το νέο του βιβλίο “Δεκατρία και μισό”.

Μικρές ιστορίες, θα ταξιδέψουν τον αναγνώστη στη σύνθετη σκέψη του και θα τον βάλουν για τα καλά μέσα στο δικό του, μοναδικά ιδωμένο κόσμο. Στη συνέντευξη που παραχώρησε ο ίδιος στην “Ε” εξηγεί πολλά περισσότερα για τα όσα τον ωθούν να γράψει, για τα όσα γράφει και κρατάει σε χαρτάκια, για τα όσα θέλει να πει, πάνω στο επίκαιρο θέμα της εποχής, που δεν είναι άλλο, από τον αποχωρισμό…

– Το τελευταίο σας βιβλίο είναι … σκέψεις και αποτέλεσμα της καραντίνας;

“Παρά το γεγονός ότι το σύνολο σχεδόν των διηγημάτων εξελίσσεται σε εξωστρεφή διαστήματα από κάθε άποψη, η κεντρική γραμμή του βιβλίου είναι ο αποχαιρετισμός. Οι πρωταγωνιστές αποχαιρετούν πατρίδες, ανθρώπους, καταστάσεις, συναισθήματα, πιθανότητες, επιθυμίες, παρελθόν κλπ. Αυτή είναι, συμπτωματικά πάντως, η σχέση του βιβλίου με την καραντίνα, μετά την επιβολή της οποίας έπρεπε και πρέπει να προσαρμοστούμε σε μια εντελώς νέα κατάσταση. Αποχαιρετήσαμε δηλαδή, ποιος ξέρει για πόσο, πολλά από τα μέχρι τότε δεδομένα”.

– Τα προηγούμενα σας βιβλία είχαν έντονη φιλοσοφική διάθεση. Πώς επιλέξατε το είδος αυτό, τα μικρά διηγήματα για αυτό το έργο;

“Τα διηγήματα είναι η μεγάλη μου αγάπη. Ο πυκνός και σφιχτός αφηγηματικός λόγος του διηγήματος είναι που απαιτεί από την κάθε ιστορία να δυσκολευτεί για να κερδίσει το ταξίδι με επιβάτη της τον αναγνώστη. Να είναι γεμάτη νόημα σε κάθε λέξη και κάθε πρόταση της να οδηγεί ικανοποιημένη την ανάγνωση στο επόμενο βήμα και βλέμμα. Να είναι επαρκής. Ελπίζω κάθε ιστορία του “Δεκατρία και μισό” να τα καταφέρνει”.

– Ποιες είναι οι προκλήσεις που έχει αντιμετωπίσει ένας νέος συγγραφέας στο σύγχρονο εκδοτικό τοπίο;

“Δεν ξέρω αν η σωστή λέξη είναι προκλήσεις, κίνδυνοι, δυσκολίες ή ό,τι άλλο. Επειδή, κατά τη γνώμη μου, η λογοτεχνία οφείλει να είναι άρτια. Το μεγαλύτερο βάσανο, του οποίου τη φθορά πρέπει να αντιμετωπίσει κάθε νέος λογοτέχνης, είναι ο εγκλωβισμός στην προχειρότητα που έρχεται απ’ την ανάγκη της αγοράς αντί απ’ την ανάγκη της καθαρής έκφρασης”.

– Οι ήρωες των διηγημάτων σας έχουν στοιχεία από τους ανθρώπους που συναναστρέφεστε καθημερινά – με αφορμή το επαγγελμά σας;

“Σίγουρα υπάρχουν και τέτοιοι ήρωες στο βιβλίο. Η τελική μορφοποίηση, όμως, των ηρώων του “Δεκατρία και μισό” και εν γένει της κάθε ιστορίας, είναι άθροισμα εμπειρίας, βιωμάτων, φαντασίας και πολλών ακόμα παραγόντων. Αυτό εξάλλου συμβαίνει και στα δυο προηγούμενα βιβλία μου”.

– Η ολοκλήρωση ενός βιβλίου έρχεται μετά από προσωπική ανάγκη για έκφραση ή από την πίεση της ολοκλήρωσης της νέας συγγραφικής δουλειάς;

“Τη στιγμή που θα αισθανθώ πως μου συμβαίνει το δεύτερο, θα πετάξω το αποτελεσμά μου στα σκουπίδια, αφού σίγουρα η θάλασσα της λογοτεχνίας που σήμερα απολαμβάνω, θα είναι κάτι το ανώνυμο και σίγουρα όχι … θάλασσα, αλλά γκρεμός”.

– Μιλήστε μας λίγο περισσότερο για τον τίτλο του βιβλίου. Το “μισό”;

“Ο τίτλος του βιβλίου έχει μια καταβολή σύνθετη και δύσκολη ν’ αναλυθεί σε λίγες μόνο γραμμές. Για το «μισό» ωστόσο θα σας πω ότι είναι ένα διήγημα αντί αφιέρωσης στη ρίζα μου και ειδικότερα στον πατέρα μου. Περαιτέρω, η ανάγνωσή του ξεκαθαρίζει και δικαιολογεί τον τίτλο νομίζω.

– Σε αρκετά σημεία των διηγημάτων ο λόγος γίνεται ποιητικός. Εχετε στο συρτάρι ανέκδοτα κείμενα – ποιήματα ίσως;

“Είναι αλήθεια γεμάτα τα συρτάρια, οι βιβλιοθήκες, τα τραπέζια, ως και οι τσέπες μου με χειρόγραφα. Διηγήματα κυρίως και μικροιστορίες που είναι στο στάδιο των σχεδίων ή της απόφασης και ίσως παίξουν στην … αυλή της λογοτεχνίας ή ίσως μείνουν σπίτι”.

Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις “Κοράλι”.
Γ.Σαρ.

Συνέντευξη του Παναγιώτη Χ. Βούρου στο ekirikas.com

ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ. Ο δικηγόρος Αθηνών και συγγραφέας, Παναγιώτης Χ. Βούρος, συστήνεται στο αναγνωστικό κοινό της Ομογένειας, με αφορμή την κυκλοφορία των τριών διηγημάτων του στις ΗΠΑ, από το βιβλιοπωλείο του «Εθνικού Κήρυκα». Πρόκειται για τα βιβλία «Οι πλείστοι άνθρωποι κακοί;», «Ο Κόσμος του Κοσμάκη» και «Δεκατρία και Μισό», από τις εκδόσεις «Κοράλι», που «μίλησαν» στην καρδιά των αναγνωστών και απέσπασαν θετικά σχόλια στην Ελλάδα, συνδυάζοντας το ποιοτικό περιεχόμενο με τα πολλαπλά και κατανοητά μηνύματα.

«Εχω την ανάγκη ο αναγνώστης να ‘μπει’ στις ιστορίες μου. Να γίνει αυτός ο ήρωάς τους», τονίζει, μεταξύ άλλων, ο Παναγιώτης Χ. Βούρος, που θεωρεί ότι ο ορθολογισμός που απαιτεί η δικηγορία μπορεί να αλληλοτροφοδοτηθεί από τον συναισθηματισμό που διέπει το διήγημα και εν γένει η Λογοτεχνία.

«Εθνικός Κήρυκας»: Κύριε Βούρο, αρχικά να αναφέρουμε δυο λόγια για εσάς. Είστε δικηγόρος Αθηνών, αλλά η καταγωγή σας είναι από την Πελοπόννησο.

Παναγιώτης Βούρος: Κατάγομαι από την Πάτρα. Ωστόσο, μεγάλωσα στην Καλαμάτα μέχρι που οι σπουδές, κι αργότερα η δουλειά και η οικογένεια, με κράτησαν στην πρωτεύουσα. Η Μεσσηνία μ’ είδε μωρό και μ’ ανάθρεψε. Έτσι ο Μωριάς είναι οπωσδήποτε και παντοτινά η ρίζα κι η περηφάνια μου. Είναι η πατρίδα που η ψυχή μου επιστρέφει διαρκώς, όπου κι αν κατοικεί το σώμα μου.

«Ε.Κ.»: Πώς ένας άνθρωπος ο οποίος κινείται σε έναν σκληρό και πολλές φορές κυνικό χώρο, όπως αυτός της δικηγορίας, αποφασίζει να αποτυπώσει συναισθήματα -γιατί σε μεγάλο βαθμό είναι κι αυτό- σε ένα βιβλίο;

Π. Βούρος: Η Νομική επιστήμη οφείλει να κινείται, κατά τη γνώμη μου, και πέρα απ’ το γράμμα του νόμου. Ν’ αναζητά το πνεύμα του. Εκεί θα συναντήσει την κρίση, τη συνείδηση, τον άνθρωπο. Εκεί η δικαιοσύνη θ’ αγκαλιάσει την αξιοπιστία της και την ορθή απονομή της. Είναι πράγματι μια καθημερινή μάχη η δικηγορία. Σε μια αρένα τόσο δύσκολη κι απρόβλεπτη. Πολλές φορές «κλειδώνεις» σε πέτρα και πολεμάς, κι ας παλεύεις να γίνει κανόνας η παραπάνω θεωρία. Κι έρχεται έπειτα η λογοτεχνία. Το διάβασμα κι η συγγραφή. Να σε γαληνέψει ή να σε συντρίψει, ως που να μείνουν τ’ ανθρώπινα κομμάτια σου και να ενωθείς και πάλι ολοζώντανος, ακέραιος και με το συναίσθημά σου φρέσκο.

«Ε.Κ.»: Εχετε ήδη εκδώσει τρία βιβλία, με διαφορετικό θέμα και περιεχόμενο μεταξύ τους.  Ποιο είναι το κοινό τους σημείο;

Π. Βούρος: Κυρίως η τεχνική. Αγαπώ το διήγημα και ταυτόχρονα έχω την ανάγκη ο αναγνώστης να «μπει» στις ιστορίες μου. Να γίνει αυτός ο ήρωας τους. Αυτό, εξάλλου, αναζητώ κι εγώ ο ίδιος ως αναγνώστης. Και στα τρία βιβλία μου μπορεί κανείς να διαπιστώσει τον πυκνό αφηγηματικό λόγο ενός διηγήματος και επιπλέον τον ρεαλισμό ή την υπέρβαση καθημερινών πρωταγωνιστών που οι πράξεις τους κινούνται σε ομόκεντρους κύκλους ηρώων – αντιηρώων κι απέχουν το ίδιο απ’ την κάθε κόλαση και τον κάθε παράδεισό τους.

«Ε.Κ.»: Παρότι γεννηθήκατε και μεγαλώσατε στην Καλαμάτα, από τα 18 σας χρόνια κι έπειτα ζείτε στην Αθήνα. Ποια είναι πιο δυνατή εικόνα, που σας εμπνέει περισσότερο; Μια απρόσωπη μεγαλούπολη όπως η Αθήνα, ή μια πόλη της ελληνικής περιφέρειας;

Π. Βούρος: Μεγάλοι έρωτες πεθαίνουν σε χωράφια με παπαρούνες κι είναι το αίμα τους ο σπόρος για το επόμενο ολόσωστο λάθος. Έχει το παγωμένο από ποίηση δάκρυ λιώσει σε κάποια πολυσύχναστα λιμάνια και στα βιομηχανικά λιπάσματα. Είναι το μέσα των ηρώων ένα κύμα που θ’ αρρωστήσει ή θ’ αναστηθεί στο τσιμέντο και στο πευκοδάσος. Που είναι αλλιώτικο το ξημέρωμα; Στην καλύβα ή στο ανάκτορο; Αν πιαστώ στο στήθος που με νοιάστηκε, τι σημασία έχει αν πατώ χορτάρι, θάλασσα ή ροκανίδια; Η απάντηση σ’ αυτήν την τόσο δύσκολη και συνάμα τόσο εύκολη ερώτηση είναι «κάθε εικόνα». Εμείς τη φτιάχνουμε κι εμείς τη ζούμε. Εσείς κι οι αναγνώστες σας που φτιάξατε μια υπέροχη Ελλάδα τόσο μακριά το ξέρετε καλύτερα από ’μένα.

«Ε.Κ.»: Ποιο είναι το μήνυμα που θέλετε να στείλετε στους αναγνώστες του «Εθνικού Κήρυκα»;

Π. Βούρος: Είμαι εκεί. Να σας θαυμάσω, να σας χειροκροτήσω, να σας πω ευχαριστώ από καρδιάς που ξεφυλλίζετε τον «Εθνικό Κήρυκα» και δεν ξεχνάτε την πατρίδα. Είμαι εκεί. Κι αν μπορώ να σας γνωρίσω και να με γνωρίσετε μέσα απ’ τα βιβλία μου είναι τεράστια η τιμή μου. Είμαι εκεί και είστε εδώ. Είμαστε μαζί μια Ελλάδα που επιμένει να νιώθει δροσερή σ’ ένα πολύ χλιαρό σήμερα. Είμαστε μαζί μια Ελλάδα που θ’ αντιστέκεται στο εύκολο, στο τιποτένιο, στο σκοτεινό. Μια Ελλάδα από ήλιο, θάλασσα, ξενιτιά, πληγές και πείσμα. Σας ευχαριστώ.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ