Logodiatrofis.gr
CRASH TEST στις δίαιτες

Ωμοφαγική δίαιτα: Η επίδραση της στην υγεία μας

Η ωμοφαγική δίαιτα αποτελείται κατά 70- 75 % από μη τροποποιημένα τρόφιμα και ωμές τροφές οι οποίες δεν έχουν θερμανθεί σε θερμοκρασία άνω των 46 ° C.

Οι ωμοφάγοι πιστεύουν ότι οι τροφές οι οποίες έχουν δεχτεί θερμική επεξεργασία πάνω από αυτούς τους βαθμούς χάνουν πολλά θρεπτικά συστατικά και δρούν πλέον αρνητικά για τον οργανισμό.

Τρόφιμα που καταναλώνονται συχνά είναι τα εξής: φρούτα, λαχανικά, ξηροί καρποί, σπόροι.

Υπάρχουν διάφορες κατηγορίες ωμοφάγων όπως: φρουτοφάγοι, αυτοί που καταναλώνουν μόνο χυμούς και οι βλαστοφάγοι.

ΕΡΕΥΝΕΣ

Από διάφορες έρευνες προκύπτει ότι:

  • Η ωμοφαγία σχετίζεται με χαμηλή οστική μάζα, χαμηλό βάρος σε γυναίκες, αμηνόρροια και προβλήματα στα δόντια ( απόστημα), αλλά ως θετικά παρουσιάζει την μείωση της παχυσαρκίας και της υπέρτασης, μειώνει τα συμπτώματα ινομυωμάτων και της ρευματοειδής αρθρίτιδας.
  • Αύξησης της LDL χοληστερόλης και τριγλυκεριδίων, όπως επίσης και με αυξημένη ομοκυστείνη στο πλάσμα. Βρέθηκαν επίσης χαμηλά επίπεδα της HDL και χαμηλή περιεκτικότητα σε βιταμίνη Β12.
  • Μια άλλη έρευνα στη Γερμανία έδειξε ότι η μακροχρόνια ωμοφαγία συσχετίζεται με αυξημένα επίπεδα Β καροτένιου και λυκοπένιου.
  • Το 2003 μια έρευνα στη Γερμανία επίσης έδειξε τη σημαντική μείωση της εμφάνισης του καρκίνου του μαστού σε άτομα που ακολούθησαν πιστά την ομοφαγική δίαιτα.

ΘΡΕΠΤΙΚΕΣ ΕΛΕΙΨΕΙΣ

Μία ωμοφαγική δίαιτα παρουσιάζει ελλείψεις στα εξής : Ασβέστιο, Βιταμίνη D, Σίδηρο, Ψευδάργυρο, Πρωτεΐνη και θερμίδες.

Ο Joel Fuhrman υποστηρίζει ότι μια ωμοφαγική δίαιτα παρουσιάζει σημαντικές ελλείψεις στα παραπάνω συστατικά και έτσι δεν συστήνεται στην παιδική ηλικία λόγω του ότι θα παρουσιάσει σημαντικές ελλείψεις και βάρος χαμηλότερο του φυσιολογικού.

Επιπλέον το 30% των γυναικών που ακολούθησαν αυστηρά ωμοφαγική δίαιτα (90% της διατροφής ήταν ωμές τροφές) μπήκαν στη εμμηνόπαυση σε ηλικία κάτω των 45 χρόνων γιαυτό και δε συστήνεται για μεγάλο χρονικό διάστημα.

ΔΗΛΗΤΗΡΙΑΣΕΙΣ

Δηλητηριάσεις μπορεί να προκύψουν από την κατανάλωση ωμών ψαριών, οστρακοειδών, αυγών, ωμά γαλακτοκομικά και ωμά κρέατα (καπνιστά και αποξηραμένα).

Επιπλέον λόγω της παρουσίας φυτοφαρμάκων και συνεπώς ύπαρξης μικροοργανισμών στα φυτά εμφανίζονταν δηλητηριάσεις από τα τρόφιμα που κατανάλωναν πάρα πού συχνά όπως: Πιπεριές, βολβούς, πράσινο κρεμμύδι, σπανάκι, μαρούλι, πορτοκάλια,χυμός μήλων, και άλλους μη επεξεργασμένους χυμούς.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

  • Cunningham, E (2004). “What is a raw foods diet and are there any risks or benefits associated with it?”. Journal of the American Dietetic Association 140 (10): 1623.
  • Fontana, L; Shew, JL; Holloszy, JO; Villareal, DT (2005). “Low bone mass in subjects on a long-term raw vegetarian diet.”. Archives of internal medicine 165(6): 684–9.
  • Koebnick, C; Strassner, C; Hoffmann, I; Leitzmann, C (1999). “Consequences of a long-term raw vegan diet on body weight and menstruation: results of a questionnaire survey.”. Annals of nutrition & metabolism 43(2): 69–79.
  • Ganss, C; Schlechtriemen, M; Klimek, J (1999). “Dental erosions in subjects living on a raw food diet”. Caries research 33(1): 74–80.
  • Bugianesi, R; Salucci, M; Leonardi, C; Ferracane, R; Catasta, G; Azzini, E; Maiani, G (2004). “Effect of domestic cooking on human bioavailability of naringenin, chlorogenic acid, lycopene and beta-carotene in cherry tomatoes.”. European journal of nutrition .
  • Hedrén, E; Diaz, V; Svanberg, U (2002). “Estimation of carotenoid accessibility from carrots determined by an in vitro digestion method”. European journal of clinical nutrition 56(5): 425–30
  • Messina, V; Mangels, AR (2001). “Considerations in planning vegan diets: children.”. Journal of the American Dietetic Association 101 (6): 661–9.
  • Pozio, E (2003). “Foodborne and waterborne parasites.”. Acta microbiologica Pol onica 52 83–96.
  • Doyle, MP (1991). “Escherichia coli O157:H7 and its significance in foods.”. International journal of food microbiology 12 (4): 289–301

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ