Οι διατροφικές επιλογές επηρεάζουν την ανθρώπινη υγεία και ποσοστά παχυσαρκίας.
Προς αυτήν την κατεύθυνση, πολλά άτομα καθημερινά αναζητούν τρόπους με τους οποίους θα μειώσουν τις προσλαμβανόμενες θερμίδες, με κυρίαρχο την αντικατάσταση της ζάχαρης με ολιγοθερμιδικά γλυκαντικά.
Έτσι, γεννιέται το ερώτημα αν οι γλυκαντικές ύλες είναι ασφαλείς για την υγεία και πως διαφοροποιούνται από τη ζάχαρη.
Οι ολιγοθερμιδικές γλυκαντικές ύλες, και συγκεκριμένα οι ύλες έντονης γλυκύτητας (όπως η ασπαρτάμη, η ακεσουλφάμη, το κυκλαμικό και τα άλατά του, η σακχαρίνη, η σουκραλόζη, το γλυκαντικό από το φυτό στέβια κλπ) είναι συστατικά με μεγαλύτερη γλυκαντική δύναμη και πολύ χαμηλότερο (έως και μηδενικό) θερμιδικό περιεχόμενο, συγκριτικά με την επιτραπέζια ζάχαρη. Επιπλέον, η χρήση τους είναι διαδομένη σε άτομα με σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΙ, μιας και δεν επηρεάζουν τα επίπεδα σακχάρου και ινσουλίνης στο αίμα.
Τέσσερις από τις πιο πολυσυζητημένες ολιγοθερμιδικές γλυκαντικές ύλες είναι οι παρακάτω:
Σακχαρίνη: αποτελεί την πιο παλιά γλυκαντική ύλη, που ανακαλύφθηκε τυχαία το 1879 και είναι 500 φορές πιο γλυκιά από τη ζάχαρη. Η αποδεκτή ημερήσια πρόσληψη (ADI) για παιδιά και ενήλικες είναι 0-5mg/kg ΣΒ/ημέρα. Σχηματίζει άλατα με νάτριο ή ασβέστιο και είναι ανθεκτικά στη θερμότητα, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιούνται στη μαγειρική. Η σαχαρίνη δεν απορροφάται από τον οργανισμό και χρησιμοποιείται σε πολλά ποτά, τρόφιμα και προϊόντα στοματικής υγιεινής, σε πάνω από 90 χώρες παγκοσμίως, καθώς είναι εγκεκριμένη για ποικιλία χρήσεων με βάση την Ευρωπαϊκή οδηγία για τα γλυκαντικά 94/35/EC.
Ασπαρτάμη: αποτελείται από δύο αμινοξέα (ασπαρτικό οξύ και φαινυλαλανίνη) και είναι μία από τις πιο παλιές και ευρέως διαδεδομένη γλυκαντική ύλη, μιας και χρησιμοποιείται σε περισσότερα από 6,000 τρόφιμα, λόγω των καλών της οργανοληπτικών χαρακτηριστικών. Ωστόσο, η ασπαρτάμη δεν χρησιμοποιείται στο ψήσιμο στη μαγειρική και ζαχαροπλαστική, μιας και σε υψηλές θερμοκρασίες χάνει τη γλυκύτητά της. Η γλυκαντική δύναμη της ασπαρτάμης είναι 200 φορές μεγαλύτερη από εκείνη της ζάχαρης, και αν και αποδίδει θερμίδες (4 θερμίδες ανά γραμμάριο) επειδή χρησιμοποιείται σε εξαιρετικά μικρές ποσότητες αποδίδει τελικά σχεδόν μηδενικές θερμίδες. Η αποδεκτή ημερήσια πρόσληψη (ADI) για παιδιά και ενήλικες είναι 0-40mg/kg ΣΒ/ημέρα. Σύμφωνα με τη διεθνή επιστημονική κοινότητα και τους αρμόδιους φορείς ασφάλειας τροφίμων η κατανάλωση της ασπαρτάμης ενδείνκυται για διαβητικούς ασθενείς, εγκύους και παιδιά, ενώ η χρήση της απαγορεύεται από άτομα με τη γενετική νόσο φαινυλκετονουρία.
Εντούτοις, η ασφάλεια της ασπαρτάμης συχνά έρχεται στο προσκήνιο, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τις αμφιλεγόμενες έρευνες του Ινστιτούτου Ramazzini, οι οποίες τη συσχέτισαν με καρκινογέννεση σε πειραματικά μοντέλα και θεώρησαν ότι μπορεί να είναι επιβλαβής και για την ανθρώπινη υγεία .
Τα αποτελέσματα των ερευνών του Ινστιτούτου Ramazzini έλαβαν εξαρχής εκτενή δημοσιότητα, ωστόσο η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφάλειας Τροφίμων (EFSA) έκρινε πως όλες οι σχετικές μελέτες του Ινστιτούτου είχαν σοβαρά μεθοδολογικά σφάλματα και πως τα ευρήματά τους δεν μπορούσαν να γίνουν αποδεκτά/ δεν τεκμηριώνονταν επιστημονικά/ δεν στοιχειοθετούσαν ότι η ασπαρτάμη δεν ήταν ασφαλής για κατανάλωση. Επιπλέον, η ποσότητα της ασπαρτάμης που δώθηκε στα πειραματικά μοντέλα ήταν υπερβολικά υψηλή, δεκάδες έως και εκατοντάδες φορές υψηλότερη από την Αποδεκτή Ημερήσια Πρόσληψη των 40 mg ανά κιλό σωματικού βάρους ανά ημέρα. Αξίζει να σημειωθεί ότι η τιμή αυτή είναι πρατκικά αδύνατο να προσεγγιστεί ακόμα και από καταναλωτές με υψηλή πρόσληψη, αφού ένας ενήλικος πχ 75 κιλών, θα έπρεπε να καταναλώσει 37 γιαούρτια με ασπαρτάμη ή 20 κουτάκια αναψυκτικού μόνο με ασπαρτάμη ή 85 πακετάκια γλυκαντικού με ασπαρτάμη, και μάλιστα για κάθε μερα της ζωής του, σενάριο που μάλλον δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Τέλος, η ασφάλεια της ασπαρτάμης επιβεβαιώνεται με συνεχείς αξιολογήσεις από την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφάλειας Τροφίμων (EFSA) το 2002, 2006, 2009, 2010, 2011 και είναι εγκεκριμένη για ποικιλία χρήσεων με βάση την Ευρωπαϊκή οδηγία για τα γλυκαντικά 94/35/EC. Το Σεπτέμβριο του 2012 αναμένεται η δημοσίευση της επόμενης αξιολόγησης από την EFSA.
Σουκραλόζη: Η σουκραλόζη ανακαλύφθηκε το 1976. Παρασκευάζεται από τη ζάχαρη μέσω μιας επεξεργασίας η οποία αλλάζει τη δομή του μορίου της, καταλήγοντας στη γλυκαντική αυτή ύλη, της οποίας η γλυκύτητα ξεπερνά αυτήν της ζάχαρης κατά 600 φορές. Το 1998, ο Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) ενέκρινε τη χρήση της σε 15 κατηγορίες τροφίμων και ποτών. Από το 1999 θεωρείται «γλυκαντικό γενικής χρήσης». Έκτοτε, περισσότερες από 80 χώρες έχουν εγκρίνει τη χρήση της σε διάφορα προϊόντα. Περισσότερες από 100 επιστημονικές μελέτες που έγιναν την τελευταία εικοσαετία πιστοποιούν την ασφάλεια της σουκραλόζης.
Η σουκραλόζη μπορεί να καταναλώνεται από γυναίκες κατά την περίοδο της εγκυμοσύνης αλλά και από τα παιδιά. Επίσης, μπορεί να καταναλώνεται από διαβητικούς, οι οποίοι πρέπει καθημερινά να ελέγχουν την ποσότητα υδατανθράκων και ιδιαίτερα της ζάχαρης, που προσλαμβάνουν μέσα από τη διατροφή τους. Μπορούν έτσι, να απολαμβάνουν προϊόντα με γλυκιά γεύση χωρίς να ανησυχούν για πιθανή διαταραχή των επιπέδων γλυκόζης του αίματος. Η ευρωπαϊκή αποδεκτή ημερήσια πρόσληψη (ADI) για παιδιά και ενήλικες είναι 0-15mg/kg ΣΒ/ημέρα.
Στέβια: Η στέβια είναι ένα θαμνώδες φυτό που φύεται στην Παραγουάη και στη Βραζιλία, με φύλλα που είναι πλούσια σε συστατικά με γλυκιά γεύση, τους γλυκοζίτες, που παραλαμβάνονται από τα φύλλα με μια απλή διαδικασία και τελικά αποδίδουν 200 φορές πιο γλυκιά γεύση συγκριτικά με τη ζάχαρη. Επίσημα, η πρώτη χρήση της ως γλυκαντική ύλη καταγράφηκε το 1887 από τον ερευνητή Antonio Betoni, αν και λέγεται πως άρχισε να χρησιμοποιείται πολύ παλιότερα από τη φυλή Ινδιάνων Guarani.
Το γλυκαντικό από το φυτό στέβια το βρίσκουμε σε μορφή σκόνης, υγρού και δισκίων. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο του ή σε συνδυασμό με ζάχαρη ή άλλη γλυκαντική ύλη τόσο για την ενίσχυση της γλυκιάς γεύσης ενός ροφήματος ή ποτού, όσο και στη ζαχαροπλαστική.
Από το Δεκέμβριο του 2011 οι καταναλωτές ανά την Ευρώπη μπορούν να χρησιμοποιούν ελεύθερα προϊόντα που περιέχουν γλυκοζίτες στεβιόλης, στους οποίους ως πρόσθετο συστατικό στα τρόφιμα και τα ποτά, έχει δοθεί το νούμερο Ε961. Στην Αμερική, ο Αμερικανικός οργανισμός τροφίμων και φαρμάκων (FDA), έκριναν ως απολύτως ασφαλή τη χρήση γλυκοζιτών στεβιόλης το 2008, ενώ το 2009 και η Γαλλική αρχή ασφάλειας τροφίμων ενέκρινε τη χρήση τους. Κορυφαίοι οργανισμοί σχετικοί με την ασφάλεια τροφίμων, όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας για τα Πρόσθετα Τροφίμων (JECFA) και η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφάλειας Τροφίμων (EFSA), έχουν εγκρίνει τους γλυκοζίτες στεβιόλης ως γλυκαντική ύλη κατάλληλη για διαβητικούς και ασφαλή για όλους τους πληθυσμούς, όπως έγκυες και θηλάζουσες γυναίκες και παιδιά. Η αποδεκτή ημερήσια πρόσληψη (ADI) για παιδιά και ενήλικες είναι 0-4mg/kg ΣΒ/ημέρα.
Στο ερώτημα λοιπόν για την ασφάλεια των ολιγοθερμιδικών γλυκαντικών υλών απαντάμε πως η συνετή κατανάλωσή τους στα πλαίσια μίας ισορροπημένης διατροφής, δεν εγκυμονεί κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
European Parliament and council directive 94/35/EC (1994) on sweeteners in foodstuffs. Official Journal of the European communities L237;3-12.
Goyal SK, Samsher, Goyal RK. Stevia (Stevia rebaudiana) a bio-sweetener: a review. Int J Food Sci Nutr. 2010;61(1):1-10.
Kroger M, Meister Κ, Kava R. Low-calorie Sweeteners and Other Sugar Substitutes: A Review of the Safety Issues. 2006;5(2);35-47.
Rodero AB, Rodero LS, AZOUBEL, R. Toxicity of sucralose in humans: a review. Int. J. Morphol., 27(1):239-244, 2009.
Γεωργία Καπώλη, MSc
Κλινική Διαιτολόγος – Διατροφολόγος
Επιστημονική Διευθύντρια ΑΠΙΣΧΝΑΝΣΙΣ – ΛΟΓΩ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ, Νεμέα Κορινθίας
Αντιπρόεδρος Ελληνικής Διατροφολογικής Εταιρείας
kapoli@logodiatrofis.gr